τζουριχοάγιος

τζουριχοάγιος
ὁ, Μ
(σκωπτ.) άγιος που φορεί τσαρούχια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τζούριχος «αυτός που φορά τσαρούχια» + άγιος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”